Πέμπτη, 7 Απριλίου 2011
Εμείς, οι Έλληνες της Διασποράς,

Όταν αρχίζεις να γράφεις, λες πιο θέμα θα θίξω σήμερα και στέκεσαι αναποφάσιστος, το πληκτρολόγιο λαχταρά στα χέρια σου προσπαθεί να σου ξεφύγει για να πει αυτά που θέλει, αυτά που βράζουν μέσα του, κι εσύ του κρατάς τα χαλινάρια να μην σου ξεφύγει κι αφηνιάσει κι αρχίζει να λέει παλαβομάρες.
Βρίσκομαι στην Νέα Υόρκη, όπου είναι μια ζωή τυποποιημένη, ναι μεν έχει τα γλέντα της τις συγκεντρώσεις της, τις κοινωνικές εκδηλώσεις της αλλά μας λείπει αυτό το απρόοπτο το απρόβλεπτο το μοναδικό το καρδιοχτύπι του αν θα υπάρχεις αύριο ή όχι, είναι τόσο αφομοιωμένη η ζωή σε μια τετράγωνη λογική βαλμένη σε λούκι που τρέχει σαν δείκτες ρολογιού, αυτό σου φέρνει μια μονοτονία. Πολλοί αναγνώστες θα νομίσουν ότι τα θέματά μου είναι εγωκεντρικά, δηλαδή ότι ασχολούμαι γύρω από τον εαυτόν μου, ακόμα και για τα βιβλία μου έχω ακούσει τέτοια σχόλια α! δεν μας ενδιαφέρουν είναι ατομικές σου περιπέτειες αδιάφορες για εμάς, να έγραφες καμιά νουβέλα ε! τότε ναι θα είχες επιτυχία. Ε! τι να γίνει ο κόσμος η κοινωνία είναι τόσο μεγάλη ώστε χωρά και τις δικές μου αφηγήσεις, οι οποίες αναλύουν, παρουσιάζουν τον άνθρωπο οποιοσδήποτε εθνικότητας, ένας καθρέφτης μιας ζωής που αντανακλά όλη την υφήλιο έστω κι ας είναι μιας περασμένης εποχής. Έλληνες εδώ πολλοί, τους καλημερίζεις, αδιάφοροι σου απαντούν αν ποτέ, ή σε κοιτούν με καχυποψία, τι να θέλει ο τάδες και μου λέει καλημέρα, μήπως είναι Ιεχωβάς; ή όταν τους προσφέρεις να αγοράσουν βιβλία σε κοιτούν με οίκτο βρε τον φουκαρά πως κατάντησε! Το αυτοκίνητο ένα βαν έτρεχε στους σκονισμένους και γεμάτους λακκούβες δρόμους, ένα τσούρμο παιδιά ακολουθούσαν τρέχοντας, προσπαθούσαν ν’ ανεβούν στην σχάρα δεν τα κατάφερναν. Είμαστε πλασιέ πουλάγαμε καραμέλες σοκολάτες κλπ. Κάποτε σταματήσαμε, εκείστην άκρη του χωριού χωμένο στην οροσειρά Sierra Madre της Γουατεμάλας υπήρχε μια μάντρα δεν θυμάμαι ακριβώς τι πουλούσαν ή πλίθες κι ασβέστη, τσιμέντα κλπ, ή ανταλλακτικά μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, στην άκρη της μάντρας μια καλύβα, εκεί ζούσε ένας έλληνας. Τον φωνάξαμε βγήκε απ’ έξω ο άνθρωπος χάρηκε φώναξε έλληνες πατριώτες είπε της γυναίκας σφάξε μια κότα, για να μας φιλέψει σε αυτά τα μέρη δεν βλέπεις τακτικά Έλληνες. Αρνηθήκαμε απολύτως όχι του είπαμε θα φύγουμε, έτσι γλύτωσε και η ζωή της κότας. Στην ομιλία του επάνω μου είπε, είμαι κρητικός και ζω και υπάρχω όχι όπως ήξερα αλλά όπως βρήκα.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου